λυκάονα

λυκάονα
λυκάων
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Λυκάονα — Λυκάων masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κυλλήνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Νύμφη από την Αρκαδία, στην οποία οφείλει την ονομασία του ένα βουνό της Πελοποννήσου (Κ. ή Ζήρια). Ήταν σύζυγος του Λυκάονα ή –σύμφωνα με άλλη παράδοση– μητέρα του Λυκάονα από τον Πελασγό. Αναφέρεται ακόμα ως κόρη του Δία… …   Dictionary of Greek

  • Ορχομενός — I Όνομα τριών μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θυέστη, τον οποίο έσφαξε ο Ατρεύς μαζί με τους αδελφούς Καλαό και Αγλαό. 2. Γιος του Μινύα, γενάρχης των Μινυών, από τον οποίο πήρε την ονομασία της η ομώνυμη πόλη της Βοιωτίας, που ήταν πρωτεύουσα… …   Dictionary of Greek

  • Τεγεάτης — Επώνυμος ήρωας και ιδρυτής της Τεγέας. Ήταν γιος του Λυκάονα και σύζυγος της κόρης του Άτλαντα Μαίρας. Ως γιοι του αναφέρονται οι Σκέφρος, Χειμών, Κύδων, Aρχήδιος και Γόρτυς. Άγαλμά του υπήρχε στην αγορά της Τεγέας. * * * (I) ο, ΝΑ, θηλ.… …   Dictionary of Greek

  • Φθίος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Επώνυμος ήρωας της πόλης Φθίας, της Φθιώτιδας χώρας και του λαού των Φθίων. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Φ. και οι αδελφοί του Αχαιός και Πελασγός ήταν γιοι του Ποσειδώνα και της Λάρισας. Αυτοί οδήγησαν τους Πελασγούς …   Dictionary of Greek

  • άκακος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Λυκάονα. Ίδρυσε την αρκαδική πόλη Ακακήσιον. Ο Ά., κατά τις αρκαδικές παραδόσεις, ήταν ο τροφός του Ερμή στην παιδική ηλικία του. * * * η, ο (Α ἄκακος, ον) 1. ο δίχως κακία, άδολος, καλοκάγαθος 2. απλοϊκός, αφελής,… …   Dictionary of Greek

  • άλτης — Μυθολογικό πρόσωπο, βασιλιάς των Αελέγων, που κατοικούσε στην Πήδασο, περιοχή της Μ. Ασίας. Η κόρη του, Ααρθόη, ήταν μια από τις γυναίκες του Πριάμου και γέννησε μαζί του τον Λυκάονα και τον Πολύδωρο. * * * ο [άλλομαι] αθλητής που αγωνίζεται στο… …   Dictionary of Greek

  • δία — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… …   Dictionary of Greek

  • διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… …   Dictionary of Greek

  • ελίκη — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Νύμφη του όρους Ίδη της Κρήτης, που μαζί με τη νύμφη Κυνόσουρα ανέθρεψαν τον Δία. Αργότερα μεταμορφώθηκαν σε αστερισμούς από τον θεό (Μικρή και Μεγάλη Άρκτος), για να γλιτώσουν από τις ερωτικές διαθέσεις του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”